- μορφάεις
- μορφᾱεις1 handsome σθένει τ' ἔκπαγλος, ἰδεῖν τε μορφάεις (Ceporinus: μορφάες(ς)' codd.) I. 7.22
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μορφάεις — μορφάω pres ind act 2nd sg (epic) μορφάζω gesticulate fut ind act 2nd sg (epic) μορφά̱εις , μορφήεις formed masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφήεις — και δωρ. τ. μορφάεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει μορφή, σχήμα 2. πλασμένος καλά, σχηματισμένος με τέλειο τρόπο, όμορφος, καλοσχηματισμένος («ἰδεῑν μορφάεις», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + κατάλ. ήεις (πρβλ. οπλ ήεις)] … Dictionary of Greek