μορφάεις

μορφάεις
μορφᾱεις
1 handsome σθένει τ' ἔκπαγλος, ἰδεῖν τε μορφάεις (Ceporinus: μορφάεςς)' codd.) I. 7.22

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μορφάεις — μορφάω pres ind act 2nd sg (epic) μορφάζω gesticulate fut ind act 2nd sg (epic) μορφά̱εις , μορφήεις formed masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφήεις — και δωρ. τ. μορφάεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει μορφή, σχήμα 2. πλασμένος καλά, σχηματισμένος με τέλειο τρόπο, όμορφος, καλοσχηματισμένος («ἰδεῑν μορφάεις», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + κατάλ. ήεις (πρβλ. οπλ ήεις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”